αγωνοθέτης

αγωνοθέτης
Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα Πύθια, τα Ολύμπια κ.ά., οι α. εκλέγονταν από τους κατοίκους της πόλης όπου γίνονταν οι αγώνες ή τους έστελναν διάφορες πολιτείες που έπαιρναν μέρος σε αυτούς. Οι α. των Ολυμπίων λέγονταν ελλανοδίκες. Στην Αθήνα, οι α. ήταν αιρετοί, δέκα συνολικά, ένας από κάθε φυλή. Μετά τη λήξη της εντολής τους, λογοδοτούσαν. Λέγονταν επίσης και αισυμνήται, αθλοθέται, αγωνάρχαι, ραβδούχοι, ραβδονόμοι, βραβείς και βραβευταί. Μετά τον 3ο αι. π.Χ., οι α. ήταν αντιπρόσωποι του δήμου, που εκλέγονταν μια φορά τον χρόνο και αναλάμβαναν την οργάνωση των λυρικών και δραματικών εκδηλώσεων του έτους της εκλογής τους.
* * *
ο (Α ἀγωνοθέτης)
αυτός που θεσπίζει και διευθύνει αγώνες
αρχ.
1. κριτής του αγώνα, αγωνοδίκης, αγωνάρχης
2. οποιοσδήποτε κριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγών + θέτης < τίθημι.
ΠΑΡ. ἀγωνοθεσία, ἀγωνοθετῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγωνοθέτης — judge of the contests masc nom sg ἀ̱γωνοθέτης , ἀγωνοθετέω exhibit games imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγωνοθετέω exhibit games imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνοθέτης — ο αυτός που ορίζει αθλητικό αγώνα και προσφέρει το έπαθλο: Αγωνοθέτης του κυπέλλου στους φετινούς φοιτητικούς αγώνες ήταν το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνοθέται — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc nom/voc pl ἀγωνοθέτᾱͅ , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνοθετῶν — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc gen pl ἀγωνοθετέω exhibit games pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνοθέταις — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνοθέτην — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνοθέτου — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνοθέτῃ — ἀγωνοθέτης judge of the contests masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνοθετώ — (Α ἀγωνοθετῶ έω) [ἀγωνοθέτης] είμαι αγωνοθέτης, θεσπίζω και διευθύνω αγώνες αρχ. εξεγείρω, προκαλώ διαμάχες, φασαρίες, διεγείρω …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνοθέτας — ἀγωνοθέτᾱς , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc acc pl ἀγωνοθέτᾱς , ἀγωνοθέτης judge of the contests masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”